06/05/2020

 

Το εγχείρημα του Μετάπολις, που οργανώσαμε ο Γιώργος Σημαιοφορίδης και εγώ, και του «δικτύου» μιας νεότερης γενιάς αρχιτεκτόνων και εικαστικών γύρω από αυτό, αποτυπώθηκε σε δύο εκδόσεις που αποσκοπούσαν στην κριτική προσέγγιση του σύγχρονου αστικού πολιτισμού και των πόλεων μέσα στις οποίες αυτός ξετυλίγετο: το περιοδικό Μετάπολις 1, Μετά-την-πόλη του 1997 και το παρόν βιβλίο Μ2001, Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη του 2001. (Αναπόσπαστο τμήμα του εγχειρήματος ήταν και η έκδοση Τοπία εκμοντερνισμού, Ελληνική αρχιτεκτονική ’60 και ’90 του 1999). Όπως γράφαμε στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης, δεκαεπτά χρόνια πριν, αυτές πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια της «έκρηξης στην Ελλάδα της συζήτησης για την πόλη», όταν εγγράφονταν «κρίσιμα θέματα διαμόρφωσης του σύγχρονου αστικού τοπίου των περισσότερων ελληνικών πόλεων και ιδιαίτερα της Αθήνας». Είχαν ήδη πραγματοποιηθεί τα έργα της Θεσσαλονίκης Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 1997 και η Αθήνα προετοιμαζόταν για την Ολυμπιάδα του 2004. Βρισκόμασταν εν μέσω ενός έντονου αστικού μετασχηματισμού της πρωτεύουσας καθώς τα μεγάλης κλίμακας έργα υποδομής –αεροδρόμιο, αυτοκινητόδρομοι και δίκτυα σταθερής τροχιάς–, που αποτελούσαν προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των Αγώνων, θα παρήγαγαν τα επόμενα χρόνια μια διαφορετική πόλη: τη «μετα-ολυμπιακή» ή «διάχυτη» Αθήνα, αντικείμενο μελέτης ενός μελλοντικού βιβλίου.
Την ίδια εποχή, η διεθνής αρχιτεκτονική συζήτηση εστιαζόταν στην παγκόσμια εξάπλωση του αστικού, το διαχωρισμό «κέντρου» και «περιφέρειας» και στις συνακόλουθες διαδικασίες δραστικής αστικοποίησης. Αυτή η νέα αναδυόμενη συνθήκη βασιζόταν στην πολύ μεγάλη αύξηση των επίγειων και αεροπορικών μεταφορών και τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας των τηλεπικοινωνιών και οδηγούσε στο τέλος της «πόλης», ως μια γεωγραφικά ορισμένη οντότητα στην οποία συνυπάρχουν αδιάλειπτα η δημόσια και η ιδιωτική σφαίρα. Η συνθήκη «μετά-την-πόλη», η «μετάπολη», χαρακτηριζόταν από έντονη κινητικότητα, τη μειωμένη παρουσία του δημόσιου χώρου, την κυριαρχία των ιδιωτικών συγκροτημάτων κατοικίας, της διαφήμισης και της κατανάλωσης και την απουσία της ιστορίας. Αυτές οι νέες μορφές αστικών περιβαλλόντων περιγράφηκαν με διαφορετικούς όρους: métapolis, γενική πόλη/generic city, edge city, middle landscape, città diffusa, ville émergente, telepolis, global city.

Καθώς το 2001 βρισκόμασταν αναμφίβολα σε ένα μεταβατικό σημείο, πέρα από τη διερεύνηση της αναδυόμενης «μεταπολιτικής» συνθήκης, στοχεύσαμε στην κατανόηση της πόλης που είχαμε και, σε μεγάλο βαθμό, αντιμετωπίζαμε με απαξίωση. Η σύγχρονη ελληνική πόλη, η μεταπολεμική μοντέρνα πόλη –με κατεξοχήν παράδειγμα την πρωτεύουσα Αθήνα– είχε παραχθεί χωρίς θεωρία. Υπήρξε το προϊόν μιας «διαδικασίας» (δραστικής αστικοποίησης): με τη χρήση του νομικού εργαλείου της «αντιπαροχής» (της ανταλλαγής γης με επιφάνεια διαμερισμάτων), η επ’ άπειρον επανάληψη με διαφοροποιήσεις του κτιριακού τύπου της πολυκατοικίας κατασκεύαζε την πόλη με τη μορφή μιας ομοιογενούς, ισοϋψούς κτισμένης στρώσης που αντικαθιστούσε αδιάφορα το προϋπάρχον τοπίο.
Η σύγχρονη ελληνική πόλη δεν επεδίωξε τη συνέχεια με το (νεοκλασικό) παρελθόν μέσω της μορφής. Τα αφαιρετικής μορφής κτίριά της, σχεδιασμένα σύμφωνα με τις αρχές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, προσέφεραν συνθήκες σύγχρονης αστικής διαβίωσης και δημιούργησαν ένα αστικό σύνολο στο οποίο το ιδιωτικό και το δημόσιο συνυπήρχαν σε μια συνεχή διαπραγμάτευση ενώ η αστική ζωή ξεδιπλωνόταν με εξαιρετική ζωντάνια. Επομένως, η προσέγγιση της σύγχρονης ελληνικής πόλης με αισθητικά κριτήρια –ως μιας «άμορφης» πόλης με «άσχημα» κτίρια, ασχεδίαστο δημόσιο χώρο και ελάχιστες επιφάνειες πρασίνου– δεν είχε νόημα καθώς η σημασία της μορφής είχε αντικατασταθεί από τη σημασία του χώρου και της εμπειρίας των δραστηριοτήτων που συνέβαιναν σε αυτόν.

Απαλλαγμένη από την όποια συναισθηματική φόρτιση, λόγω της χρονικής απόστασης από τις δεκαετίες της έντονης ανοικοδόμησης των δεκαετιών του ’50 και του ’60, η κατανόηση της λογικής των διαδικασιών αστικοποίησης της σύγχρονης ελληνικής πόλης και των συστατικών της στοιχείων, που το βιβλίο Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη προσέφερε, τα «απενοχοποίησε» και, παρουσιάζοντάς τα μέσα από μια νέα οπτική –ένα νέο εννοιολογικό πλαίσιο–, επέτρεψε την «οικειοποίηση» της πόλης. Η πόλη δεν θα αποτελούσε πια το «αναγκαίο κακό», ένα «γκρίζο», περιβαλλοντικά επιβαρυμένο χώρο κατοίκησης και εργασίας, σε διαρκή αντιδιαστολή με την εξιδανικευμένη συνθήκη της διαβίωσης στην ύπαιθρο και το χωριό, αλλά ένα γνώριμο, πολυδιάστατο, δημιουργικό, ακόμη και συναρπαστικό χώρο, πυκνό σε συμβάντα και εμποτισμένο με αμέτρητες ευκαιρίες. 
Το νέο πλαίσιο αντίληψης της πόλης και των στοιχείων της επέτρεψε την κριτική τους προσέγγιση, την ανάδειξη και προβολή των θετικών πτυχών τους καθώς και τη συγκρότηση μιας «μοντέρνας παράδοσης» ανοικτής στη χρήση, την επανερμηνεία και την παραγωγή νέου, ευρηματικού, πρωτότυπου έργου. 

Κύρια στόχευση της πιο πάνω διαδικασίας απενοχοποίησης και οικειοποίησης, που το βιβλίο αυτό επιχείρησε, αποτέλεσε η πολυκατοικία – η μονάδα της πόλης που επαναλαμβανόμενη μορφοποιεί τον ιδιωτικό και, κατ’ επέκταση, το δημόσιο χώρο. Η πολυκατοικία είναι ένας απλός στην κατασκευή, ανοικτός σε προσδιορισμό, πολυπρογραμματικός κτιριακός τύπος που μπορεί να ενσωματώσει τη διάσταση του χρόνου και να ολοκληρωθεί σε φάσεις. Η πολυκατοικία δεν είναι εκ των προτέρων «καλή» ή «κακή», η ποιότητά της καθορίζεται από την αρχιτεκτονική και την κατασκευαστική της επεξεργασία: στα χέρια ενός ικανού αρχιτέκτονα, οι χώροι της μπορούν να είναι καταπληκτικοί, ακόμη και σαγηνευτικοί, ενώ, αντίθετα, ως μια κερδοσκοπική εμπορική κατασκευή, αυτοί παραμένουν απλά κοινότυποι, ωφελιμιστικοί. 
«Απελευθερωμένη» από τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, η πολυκατοικία μπορεί να γίνει αντιληπτή και να εκτιμηθεί ως η προϋπόθεση για τη διαμόρφωση της ελληνικής πόλης. Ο τύπος και τα τμήματά του –πυλωτή, στοά, εξώστες, κλιμακοστάσιο, ρετιρέ, δώμα– μπορεί να επανερμηνευθεί και να τροποποιηθεί –είτε ως μεμονωμένο κτίριο είτε, μαζί με άλλες πολυκατοικίες, ως τα κομμάτια που φτιάχνουν το οικοδομικό τετράγωνο και, εν τέλει, την πόλη και το δημόσιο χώρο της– και να συγκροτήσει έτσι –τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό– ένα εξαιρετικά δημοφιλές αντικείμενο αρχιτεκτονικού πειραματισμού και ιστορικής έρευνας. Αυτές οι σχεδιαστικές προτάσεις και οι θεωρητικές μελέτες, αλλά και άλλες που μέλλει να γίνουν, προσδιορίζουν εναλλακτικές κατευθύνσεις για τον επανασχεδιασμό και το μετασχηματισμό των ελληνικών πόλεων στα χρόνια που θα έρθουν.

[Γ.Α., 2018]